- (ε)ξοφλώ
- (ε)ξοφλώ(ε)ξόφλησα, (ε)ξοφλήθηκα, (ε)ξοφλημένος1. μτβ., πληρώνω ποσό που χρωστώ, πληρώνω το χρέος μου.2. πληρώνω ό,τι οφείλω σε κάποιον και ξεμπερδεύω μαζί του: Εξόφλησα τον μπακάλη.3. μτφ., εκπληρώνω υποχρέωση που ανέλαβα ή υπόσχεση που έδωσα: Δεν ξόφλησε ακόμη με τον όρκο του για εκδίκηση.4. ανταποδίνω εξυπηρέτηση ή ευεργεσία που μου έγινε: Δεν ξόφλησα τις καλοσύνες του.5. αμτβ., δίνω τέλος σε δοσοληψίες, ξεμπερδεύω με τις υποχρεώσεις μου, τελειώνω: Ξοφλήσαμε με την τράπεζα.6. παύω να ασχολούμαι με κάτι, να σχετίζομαι με κάποιον: Ξόφλησε με την πολιτική. – Ξόφλησε με την ξανθιά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.